- θυρσώ
- θυρσῶ, -όω (Α) [θύρσος]χρησιμοποιώ κάτι ως θύρσο, περιβάλλω κάτι με φύλλα σαν θύρσο, μεταβάλλω σε θύρσο («λόγχαι τεθυρσωμέναι», Διόδ. Σικ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυρσῷ — θυρσάζω bear fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θύρσῳ — Θύρσος wand wreathed in ivy and vine leaves with a pine cone at the top masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσῳ — θύρσος wand wreathed in ivy and vine leaves with a pine cone at the top masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θύρσωι — Θύρσῳ , Θύρσος wand wreathed in ivy and vine leaves with a pine cone at the top masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσωι — θύρσῳ , θύρσος wand wreathed in ivy and vine leaves with a pine cone at the top masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek